- προτεκτοράτο
- Η συμβατική σχέση μεταξύ δύο κρατών, σύμφωνα με την οποία το ένα από αυτά αναλαμβάνει τη διεύθυνση των εξωτερικών σχέσεων του άλλου, καθώς και τη διπλωματική προστασία των υπηκόων του, και καθίσταται υπεύθυνο, από την άποψη του διεθνούς δικαίου, τόσο για τις πράξεις που ενεργεί με αυτή την ιδιότητα, όσο και για τις πράξεις του προστατευόμενου κράτους. Το κράτος που αναλαμβάνει την προστασία οφείλει επίσης να προστατεύει το τελευταίο εναντίον των εξωτερικών επιθέσεων. Διατηρείται όμως η νομική προσωπικότητα του προστατευόμενου κράτους και συνεπώς παραμένουν ακέραιες οι προγενέστερες υποχρεώσεις του. Δεν πρέπει να συγχέεται η προστασία αυτή με τη διπλωματική και προξενική προστασία των υπηκόων ενός εμπόλεμου κράτους, την οποία αναλαμβάνει ένα ουδέτερο κράτος, ονομαζόμενο ακριβώς προστατεύουσα Δύναμη. Παραδείγματα π. στην Ευρώπη μπορούν να αναφερθούν: της Αγγλίας στα Επτάνησα (1815-63), της Αυστρίας, της Πρωσίας και της Ρωσίας στη Δημοκρατία της Κρακοβίας (1815-46). Γενικά όμως ο θεσμός συνδέεται με την αποικιοκρατία και αποτέλεσε υποκατάστατο της κατοχής. Ως παραδείγματα αυτού του είδους μπορούν να αναφερθούν τα γαλλικά π. των χωρών της βόρειας Αφρικής (Τυνησία, Μαρόκο), το π. της Ιταλίας επί της Σομαλίας, της Μεγάλης Βρετανίας στα σουλτανάτα του Περσικού κόλπου κ.ά. Όταν, ειδικότερα, η προστασία αφορούσε φυλές ή τοπικούς κυριάρχους χωρίς διεθνή προσωπικότητα, γινόταν λόγος για αποικιακό π., ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις χρησιμοποιούσαν τον όρο προτεκτοράτο διεθνούς δικαίου. Ο θεσμός τείνει σήμερα να εκλείψει και με τη μία και με την άλλη μορφή, ή να αντικατασταθεί από άλλες μορφές επιρροής.
* * *το, Ν1. συμβατική σχέση μεταξύ δύο κρατών κατά την οποία το ένα από αυτά, η λεγόμενη προστάτιδα δύναμη, αναλάμβανε βάσει συμφωνίας, η οποία συνήθως ήταν προϊόν βίας, την «προστασία» τού άλλου, δηλαδή τη διεύθυνση τών εξωτερικών υποθέσεών του, σχέση η οποία αποτελούσε στην πραγματικότητα νομική μορφή εξάρτησης τού προστατευόμενου κράτους από την προστάτιδα δύναμη2. το κράτος στο οποίο επιβαλλόταν η προστασία τής προστάτιδας δύναμης.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. protectorat < protecteur «προστάτης» (< λατ. protectus μτχ. παρακμ. τού protego «προστατεύω»)].
Dictionary of Greek. 2013.